θόρυβος

θόρυβος
θόρῠβ-ος, ,
A noise, esp. the confused noise of a crowded assembly, uproar, clamour, Pi.O.10(11).72, Th.8.92, etc.; θόρυβος βοῆς a confused clamour, S.Ph.1263;

θ. στρατιωτῶν Ar.Ach.546

;

θ. Πυκνίτης Com.Adesp.45D.

;

θ. παρέχειν ἐν ταῖς βουλαῖς καὶ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις OGI48.9

(Ptolemais, iii B.C.); less freq. of an individual, E.Or.905; of animals,

θόρυβον δ' οὐκ ἐφίλησαν ὄνων Call.Aet.Oxy.2079.30

.
2 esp. in token of approbation or the contrary, Pl.R.492b, 492c:
a applause,

θ. Ληναΐτης Ar.Eq.547

;

θ. καὶ ἔπαινος Pl.Prt.339d

, D.19.195;

θόρυβον καὶ κρότον ἐποιήσατε Id.21.14

.
b groans, murmurs, And.2.15; μεγάλοι θόρυβοι κατ έχουσ' ἡμᾶς great murmurs are abroad among us, S.Aj.142(anap.).
II tumult, confusion,

θ. παρασχεῖν τινι Hdt.7.181

; ἐς θ. ἀπικέσθαι, καταστῆναι, Id.8.56, Th.4.104; ἐγένετο ὁ θ. μέγας, in a battle, ib.14; κραυγὴ καὶ θ. Phld.Hom.p.22 O.: pl.,

θ. ὀχλώδεις καὶ παροινίαι Men.Mon.239

.
2 confusion of mind,

θορύβους ἐνθυμηματικοὺς καὶ ἀποφθεγματικοὺς παρασκευάζειν Epicur. Nat.14.9

; ὁ παρὰ κακὰς δόξας θ. Phld.Rh.2.31 S., cf. 40S.
III c. inf., ἐς θόρυβον ἤλυθον . . λευσθῆναι I ran a risk of being stoned, E. IA1349 (troch.). (Perh. cogn. with τονθορύζω.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θόρυβος — noise masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θόρυβος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται εμπειρικά κάθε ανεπιθύμητος ήχος. Ο ορισμός αυτός, ωστόσο, δεν είναι ακριβής, γιατί δεν αφορά μόνο τα φυσικά χαρακτηριστικά του ήχου, αλλά και τα φυσιολογικά και ψυχολογικά αποτελέσματα που προκαλεί ο θ. Το… …   Dictionary of Greek

  • θόρυβος — ο 1. ενοχλητικός ήχος, βοή: Πολύ θόρυβο κάνει το μηχανάκι. – Ακουγόταν από μακριά ο θόρυβος της μάχης. 2. απήχηση: Έκανε μεγάλο θόρυβο η νέα ταινία. 3. συζήτηση για κάποιο πρόσωπο ή πράγμα: Οι τελευταίες δηλώσεις του πρωθυπουργού προκάλεσαν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θορύβοις — θόρυβος noise masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορύβοισι — θόρυβος noise masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορύβου — θόρυβος noise masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορύβους — θόρυβος noise masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορύβων — θόρυβος noise masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορύβῳ — θόρυβος noise masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θόρυβοι — θόρυβος noise masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θόρυβον — θόρυβος noise masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”